Νέο Πρόγραμμα Παχυσαρκίας: Γιατί, παρά την καλή πρόθεση, κινδυνεύει να αποτύχει;

Το νέο Πρόγραμμα Παχυσαρκίας παρουσιάστηκε ως μια σημαντική παροχή προς τους πολίτες, δίνοντας πρόσβαση σε φαρμακευτική αγωγή και ιατρική παρακολούθηση. Η προσπάθεια είναι αξιέπαινη, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται σταθερά.

Ωστόσο, πίσω από τις εξαγγελίες, υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις που — αν δεν διορθωθούν — θα περιορίσουν ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα του προγράμματος.

Παρακάτω αναλύονται τα πέντε βασικά προβλήματα, καθώς και η οικονομική διάσταση, η οποία συχνά παραβλέπεται.

 

Α. Απουσία θεσμοθετημένου διαιτολογικού ρόλου

Η παχυσαρκία είναι χρόνια μεταβολική νόσος με έντονη διατροφική και συμπεριφορική βάση.
Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα δεν ενσωματώνει οργανωμένα τον διαιτολόγο, τον επιστήμονα που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για διατροφική θεραπεία.

Η αναφορά σε «διατροφική συμβουλευτική» είναι γενική και αόριστη, χωρίς:
• καθορισμό ειδικότητας,
• μεθοδολογία παρέμβασης,
• συχνότητα παρακολούθησης,
• αποζημίωση ή δομή.

Αυτή η απουσία αποτελεί θεμελιώδες κενό.
Καμία φαρμακευτική αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει μακροχρόνια χωρίς αλλαγή συνηθειών και διατροφική εκπαίδευση.

 

Β. Προώθηση φαρμακοθεραπείας χωρίς συμπεριφορική παρέμβαση

Οι αγωνιστές GLP-1 αποτελούν ισχυρά εργαλεία στη θεραπεία της παχυσαρκίας, αλλά δεν είναι λύση από μόνοι τους.

Σύμφωνα με διεθνείς οργανισμούς (EASO, ADA, AACE):

Η φαρμακευτική αγωγή είναι αποτελεσματική μόνο όταν συνδυάζεται με διατροφική και συμπεριφορική αλλαγή.

Χωρίς αυτόν τον συνδυασμό:
• η αρχική απώλεια βάρους επιτυγχάνεται,
• αλλά με τη διακοπή του φαρμάκου το βάρος επανέρχεται σταδιακά, σε ποσοστά που φτάνουν έως και 70–80%.

Το πρόγραμμα, ως έχει, αντιμετωπίζει το σύμπτωμα (υψηλό βάρος), αλλά όχι την αιτία (συμπεριφορά, περιβάλλον, συνήθειες).

 

Γ. Μονοδιάστατη, αμιγώς ιατρική προσέγγιση

Η παχυσαρκία διεθνώς αντιμετωπίζεται σε πολυεπιστημονικά μοντέλα:
διαιτολόγος, ψυχολόγος, ιατρός, ειδικός άσκησης.

Στο ελληνικό πρόγραμμα προβλέπεται μόνο:
• ιατρική εξέταση,
• συνταγογράφηση,
• επανέλεγχοι.

Κανένας — όσο ικανός κι αν είναι — γιατρός δεν μπορεί σε βάθος να θεραπεύσει τη νόσο, διότι αναγκαστικά στοχεύει στο ιατρικό αποτέλεσμα (το βάρος).
Η αιτία όμως βρίσκεται στις καθημερινές συμπεριφορές του ασθενούς.

 

Δ. Απουσία παρακολούθησης θρέψης και μυϊκής μάζας

Με τη χρήση GLP-1, μειώνεται η όρεξη και συχνά η πρόσληψη πρωτεΐνης.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε:
• απώλεια μυϊκού ιστού,
• μείωση μεταβολισμού,
• κινδύνους υποσιτισμού,
• επιδείνωση σωματικής λειτουργικότητας.

Το πρόγραμμα δεν προβλέπει:
• αξιολόγηση θρέψης,
• ανάλυση σύστασης σώματος,
• έλεγχο πρωτεϊνικής πρόσληψης,
• διαιτολογική παρακολούθηση.

Έτσι δημιουργείται κενό σε μια από τις πλέον κρίσιμες παραμέτρους της θεραπείας.

 

Ε. Έλλειψη δομημένης διαδικασίας μακροχρόνιας αλλαγής συνηθειών

Οι 8 ιατρικές επισκέψεις τον χρόνο δεν επαρκούν για ουσιαστική αλλαγή συμπεριφοράς.
Η διατροφική και συμπεριφορική υποστήριξη απαιτεί:
• συχνή καθοδήγηση,
• ενίσχυση κινήτρων,
• παρακολούθηση γευματικών προτύπων,
• προσαρμογές στην καθημερινότητα,
• συνεχή ανατροφοδότηση.

Χωρίς αυτά, η απώλεια βάρους δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροχρόνια.

 

Το οικονομικό ζήτημα: υψηλό κόστος φαρμάκων — χαμηλή επένδυση στην πρόληψη

Το οικονομικό βάρος των φαρμάκων για την παχυσαρκία είναι μεγάλο.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η ετήσια δαπάνη για GLP-1 ανά ασθενή κυμαίνεται μεταξύ 1.500–2.500€, ανάλογα με τη δοσολογία.

Αν εφαρμοστεί σε κλίμακα στην Ελλάδα, το συνολικό κόστος για το σύστημα υγείας θα είναι πολύ υψηλό.

Κι όμως:

Με πολύ λιγότερους πόρους, τα προγράμματα πρόληψης έχουν αποδεδειγμένα καλύτερα αποτελέσματα:
• Μειώνουν σημαντικά τα περιστατικά καρδιαγγειακών νοσημάτων.
• Βελτιώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη.
• Μειώνουν τις ανάγκες για φάρμακα.
• Βελτιώνουν συνολική υγεία και ποιότητα ζωής.
• Κοστίζουν κλάσμα των φαρμακευτικών δαπανών.

Η επένδυση στην πρόληψη, την εκπαίδευση και την αλλαγή συνηθειών αποφέρει πολλαπλάσιο κέρδος για το σύστημα υγείας σε σχέση με τη μονοδιάστατη φαρμακευτική προσέγγιση.

 

Συμπέρασμα

Το νέο Πρόγραμμα Παχυσαρκίας είναι μια καλή αρχή, αλλά όχι μια ολοκληρωμένη λύση.
Χωρίς:
• θεσμικό ρόλο για τον διαιτολόγο,
• πολυεπιστημονική δομή,
• συμπεριφορική παρέμβαση,
• παρακολούθηση θρέψης,
• και επένδυση στην πρόληψη και την εκπαίδευση,

το πρόγραμμα — όσο καλοπροαίρετο κι αν είναι — δύσκολα θα επιτύχει τα μακροχρόνια αποτελέσματα που υπόσχεται.

Η παχυσαρκία απαιτεί ολιστική, διεπιστημονική και ανθρωποκεντρική προσέγγιση.
Και αυτή η προσέγγιση μπορεί να δώσει πολύ καλύτερα αποτελέσματα με πολύ χαμηλότερο κόστος.

 

ΕΥΜΕΝΗΣ Π. ΚΑΡΑΦΥΛΛΙΔΗΣ BSc (Hons), MSc, NYSCDN
Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος

Πανεπιστήμιο Leeds M., Ηνωμένο Βασίλειο
Πανεπιστήμιο Columbia, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.

Διευθυντής Τμήματος Διατροφής και Κλινικής Διαιτολογίας – Metropolitan General
Επιστημονικός Σύμβουλος Διατροφής, Μητέρα