Ο υποσιτισμός που σχετίζεται με ασθένεια (Disease-Related Malnutrition – DRM) είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Εμφανίζεται όταν ένας ασθενής δεν λαμβάνει την κατάλληλη διατροφή λόγω της νόσου του, με αποτέλεσμα να εξασθενεί περισσότερο ο οργανισμός του.

Πρόσφατα, στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Clinical Nutrition, δημοσιεύτηκε μια μελέτη που εστιάζει στις χώρες με περιορισμένους πόρους (π.χ. χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος) και προτείνει λύσεις για την καλύτερη φροντίδα των ασθενών.

 

 

Γιατί έχει σημασία

Ο υποσιτισμός σε ασθενείς:

  • αυξάνει τις επιπλοκές,
  • παρατείνει τον χρόνο νοσηλείας,
  • αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου,
  • επιβαρύνει οικονομικά τα συστήματα υγείας.

Στις χώρες όπου οι πόροι είναι περιορισμένοι, τα προβλήματα αυτά είναι ακόμη πιο έντονα.

 

 

Τι έδειξε η μελέτη

Οι ερευνητές μίλησαν με επαγγελματίες υγείας από διάφορες χώρες και κατέγραψαν τα μεγαλύτερα εμπόδια που συναντούν:

  • Δεν υπάρχει αρκετή ενημέρωση σε γιατρούς και ασθενείς.
  • Λείπουν πρωτόκολλα και κατευθυντήριες οδηγίες για τον εντοπισμό και τη φροντίδα ασθενών με υποσιτισμό.
  • Δεν αποζημιώνονται επαρκώς οι υπηρεσίες κλινικής διατροφής.
  • Υπάρχει έλλειψη σε σκευάσματα, ειδικά τρόφιμα και δυνατότητες κατ’ οίκον φροντίδας.
  • Δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή του προβλήματος.

 

 

Τι προτείνεται

Η ομάδα των ειδικών προτείνει τρεις βασικές κατευθύνσεις:

  1. Εκπαίδευση: περισσότερη ενημέρωση σε επαγγελματίες υγείας αλλά και στις οικογένειες των ασθενών.
  2. Απλές και εφαρμόσιμες οδηγίες: ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται ακόμα και σε χώρες με λίγα μέσα.
  3. Συνεργασία: στήριξη από τα συστήματα υγείας ώστε οι λύσεις να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές.

 

 

Το συμπέρασμα

Ο υποσιτισμός που σχετίζεται με ασθένεια παραμένει ένα παραγνωρισμένο αλλά πολύ σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Με στοχευμένες παρεμβάσεις, σωστή εκπαίδευση και ευέλικτες οδηγίες, είναι δυνατό να βελτιωθεί η φροντίδα των ασθενών και να σωθούν ζωές.

 

 

Πηγή: Clinical Nutrition, Αύγουστος 2025, Vol. 51, pp. 381–385; DOI: 10.1016/j.clnu.2025.04.010